Σελίδα 4 από 5
Ο μη υποχρεωτικός Ευρωπαϊκός Κανονισμός EMAS για την περιβαλλοντική διαχείριση και έλεγχο αποτελεί ένα ευέλικτο εργαλείο το οποίο επιχειρεί να συνδέσει τις δράσεις που σχετίζονται με τις νέες ανάγκες για την πρόληψη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με την παρέμβαση στην παραγωγική διαδικασία, την καινοτομία και την τεχνολογική βελτίωση, την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και συμμετοχή των πολιτών (ομάδων ενδιαφέροντος: επιχειρήσεις, τοπική κοινωνία, NGO's), τη διάδοση και διάχυση της περιβαλλοντικής πληροφορίας. Παρά την ανάγκη προώθησης των νέων αυτών εργαλείων η κανονιστική πολιτική εξακολουθεί να ισχύει και να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια μείωσης των αρνητικών επιβαρύνσεων στο περιβάλλον, την ορθολογικότερη διαχείριση αλλά και την διασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης. Σε αυτό το πλαίσιο συνθηκών και αναγκών αναπτύχθηκαν τα εθελοντικά συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης EMAS και ISO14001. Τα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης είναι απόρροια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κανονισμός EMAS) και του διεθνή οργανισμού ISO (ISO14001).Η θεμελιώδης φιλοσοφία των συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης στηρίζεται σε δυο βασικούς άξονες α) στην «λιγότερη δυνατή παραγωγή ρύπων» με παρεμβάσεις στην παραγωγική διαδικασία και β) στην ενεργοποίηση (όχι υποχρεωτικά αλλά εθελοντικά) των επιχειρήσεων (αυτό-ρύθμιση) και των ενδιαφερόμενων ομάδων στόχων (target group) για την προώθηση της περιβαλλοντικής προστασίας χωρίς την άμεση παρέμβαση του κράτους (π.χ. της βιομηχανίας, του καταναλωτικού κοινού κ.α.). Τα νέα αυτά αυτορυθμιζόμενα συστήματα (self regulation) στοχεύουν επίσης στην ενεργοποίηση της ίδιας της αγοράς (βιομηχανίας) για τη διάδοση των συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης από τον ένα ενδιαφερόμενο στον άλλο (ειδικά για τις επιχειρήσεις) -φαινόμενο domino- προκειμένου να βελτιωθεί ο ανταγωνισμός. Ενδιαφέρον, παρουσιάζει ο εννοιολογικός προσδιορισμός και η πορεία προς την υιοθέτηση των νέων συστημάτων τα οποία αποτελούν απόρροια συγκεκριμένων προβλημάτων και δυσλειτουργιών της «παραδοσιακής» νομοθεσίας αλλά και των νέων κοινωνικοπολιτικών διαρθρωτικών δομών. Η κανονιστική περιβαλλοντική νομοθεσία παρενέβαινε κυρίως σε διαφορετικούς τομείς (τομεακές δράσεις) όπως νομοθεσία για το νερό, τον αέρα, τα στερεά απόβλητα, ενώ υπήρχε έλλειμμα ολοκλήρωσης (integration) των αποσπασματικών πολιτικών.
Συγχρόνως η παραδοσιακή κανονιστική νομοθεσία -από την ίδια της τη φύση- δεν κατάφερε να ενθαρρύνει μια καινοτομική και «ενεργητική» συμπεριφορά των ενδιαφερομένων, αλλά αντίθετα είχε μια «αμυντική» συμπεριφορά προς αυτούς που απευθυνόταν (επιχειρήσεις, τοπική κοινωνία κ.α.). Στο ίδιο πλαίσιο, δεν παρείχε και τη δυνατότητα προληπτικής δράσης αλλά κυρίως κατασταλτικής. Οι πολιτικές ρυθμίσεις παρενέβαιναν μετά τη «πρόκληση των ρύπων στο περιβάλλον» και όχι «πριν τη δημιουργία των ρύπων». Ταυτόχρονα, η παραδοσιακή κανονιστική νομοθεσία αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα εφαρμογής σε συνδυασμό με την αδυναμία της να ενεργοποιήσει διαφορετικές κοινωνικές ομάδες (συμμετοχή NGO's, τοπικής κοινωνίας κ.α.) οι οποίες δύναται να πιέσουν προς την κατεύθυνση της εφαρμογής του νόμου. Αυτού του τύπου η νομοθεσία έχει ως άμεσο αποδέκτη την επιχείρηση και δεν εμπλέκει άλλες ενδιαφερόμενες και επιβαρυνόμενες ομάδες πληθυσμού («Target group-holders» : Majone /Wildavsky, 1979; Mayntz, 1980). Αυτό υπογραμμίζεται με σαφήνεια και στο 5ο Πρόγραμμα Δράσης της Κοινότητας (1987) το οποίο εισηγήθηκε την αναγκαιότητα ολοκλήρωσης των πολιτικών ενώ σημείωσε την ιδέα της «συνυπευθυνότητας» για την προστασία του περιβάλλοντος μεταξύ του κράτους και των «τarget group» σε αντίθεση με την μονομερή κρατική παρέμβαση (ενεργοποίηση και από «τα κάτω»).
Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι η παραδοσιακή κανονιστική νομοθεσία κρίθηκε σε αρκετές περιπτώσεις αναποτελεσματική. Η κανονιστική παραδοσιακή πολιτική δεν κατάφερε να ενεργοποιήσει σε ικανοποιητικό βαθμό την παράμετρο της πρόληψης. Οι σύγχρονες ανάγκες όμως προσανατολίζονται σε πιο δραστικά μέτρα τα οποία στοχεύουν στην πρόληψη και όχι στη δράση μετά την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Παρόλα αυτά, υπενθυμίζεται ότι οι κανονιστικές πολιτικές έχουν προσφέρει πολλά και συνεχίζουν να προσφέρουν ακόμη, συνδυαζόμενες όμως με νέα εργαλεία περιβαλλοντικής πολιτικής.
Εκτός από την κανονιστική πολιτική και τα προβλήματα που σχετίζονται με την αδυναμία της να αντιμετωπίσει τις νέες συνθήκες, η μετάβαση σε νέου τύπου εργαλεία είναι αποτέλεσμα και της νέας πραγματικότητας η οποία διαμορφωνόταν τη δεκαετία του 1980 στην Ευρώπη. Τα σοβαρά ατυχήματα τα οποία συνέβησαν με τρομακτικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις (Seveso, Flixborough, Basel) προκάλεσαν την κοινή γνώμη, κυρίως στο τέλος της δεκαετίας του '80, προς μια αυστηρότερη και συστηματικότερη νομοθεσία για τη βιομηχανία (industrial hazards) με αιχμή τη χημική βιομηχανία. Οι επιχειρήσεις προσπάθησαν να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες -από τη δεκαετία του 1970 στην Αμερική και στο Καναδά και από τη δεκαετία του 1980 στην Ευρώπη-, με την ανάπτυξη εθελοντικών πρωτοβουλιών αυτοελέγχου. Οι πρωτοβουλίες αυτές προσανατολίστηκαν κυρίως στην ανάγκη προώθησης περιο¬δικών περιβαλλοντικών εκθέσεων και συστηματικών εσωτερικών περιβαλλοντικών ελέγχων.
Η κανονιστική νομοθεσία θέτει τα ανώτατα όρια για τους ‘παραγόμενους ρύπους', έχοντας υπόψη ένα άριστο επίπεδο ρύπανσης σε μια κοινωνία. Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται αντιληπτό ότι τα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης λειτουργούν συμπληρωματικά με την κανονιστική νομοθεσία, αφού όχι μόνο προάγουν την μείωση της ποσότητας των παραγόμενων ρύπων κάτω από τα ανώτατα όρια τιμών (κανονιστικό πλαίσιο) αλλά συγχρόνως απαιτούν τη συνεχή περιβαλλοντική βελτίωση της επιχείρησης μέσα από άλλες πρακτικές (π.χ. της συνεχούς τεχνολογικής προόδου).