Σελίδα 3 από 5
Αξίζει να σημειωθεί επομένως ότι, οι καθυστερήσεις και οι αναβολές σε επίπεδο κορυφής στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την αειφόρο ανάπτυξη, είναι προφανές ότι προσκρούουν σε αντίθετες επιλογές κρατών, κυβερνήσεων και επιχειρηματικών συμφερόντων που επιδιώκουν ενός άλλου τύπου μοντέλου ανάπτυξης στο οποίο δεν συνυπολογίζονται οι καταστροφικές συνέπειες της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης. Οι αναπτυγμένες και οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν προτάσσουν παρόμοιες αντιλήψεις για την περιβαλλοντική προστασία ως εξίσου σημαντική με την επιδιωκόμενη οικονομική ανάπτυξη η οποία προωθείται με το όποιο τίμημα στο περιβάλλον και δεν υπόκεινται σε σαφείς περιβαλλοντικούς προσδιορισμούς και περιορισμούς. Οι δυνάμεις που προωθούν τις νεοφιλελεύθερες στρατηγικές όπως την απελευθέρωση των αγορών και επιδιώκουν να εντάξουν ως αγοραία αγαθά, μεταξύ των άλλων, την ποιότητα ζωής, την απορύθμιση του θεσμικού πλαισίου και να προωθήσουν μονομερώς ενισχύσεις προς τους εργοδότες, χωρίς περιβαλλοντικούς προσδιορισμούς και δεσμεύσεις, ενώ ταυτόχρονα θέτουν σε υποδιέστερη θέση την περιβαλλοντική προστασία στο βωμό της κερδοφορίας και των δεικτών της οικονομικής ανάπτυξης. Συγχρόνως, άτομα με χαμηλά εισοδήματα αναζητούν νέες θέσεις εργασίας, κοινωνικά δικαιώματα και την αντιμετώπιση της φτώχειας και του αποκλεισμού, χωρίς να προτάσσουν τα προβλήματα του περιβάλλοντος (με ορισμένες εξαιρέσεις όπως π.χ. τα περιβαλλοντικά κινήματα).Η διαπίστωση είναι ότι η αποσπασματικότητα των περιβαλλοντικών δράσεων / προγραμμάτων και η επιβολή κανονιστικών ρυθμίσεων δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε ένα ανταγωνιστικό επιχειρηματικό περιβάλλον χωρίς προσδιορισμούς, αλλά ούτε σε μια κοινωνία με προβλήματα διαβίωσης και με χαμηλό βαθμό περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης[3]. Ο σεβασμός στη φύση και στο περιβάλλον απαιτεί βαθιά περιβαλλοντική παιδεία και ηθική με ενεργοποίηση της συμμετοχής του πολίτη, με ουσιαστική εκπαίδευση και όχι μόνο με κεντρικές επιλογές.
Η ενημέρωση των καταναλωτών, των παραγωγών, των πολιτών απαιτεί από την παγκόσμια κοινότητα, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη μέλη, τις κυβερνήσεις και τις πολιτικές δυνάμεις να δράσουν και να επιλέξουν πολιτικές σε έναν κοινό άξονα , προωθώντας παράλληλα ζητήματα περιβαλλοντικής προστασίας, δημόσιας υγείας, ποιότητας ζωής αλλά και οικονομικής ανάπτυξης. Ως εκ τούτου τίθεται θέμα συνολικού επαναπροσδιορισμού όλων όσων αντιμετωπίζουν με ευθύνη την αειφόρο ανάπτυξη και ιδιαίτερα των πολιτών οι οποίοι απαιτείται να έχουν όχι μόνο λόγο και ευαισθησία αλλά γνώση και δύναμη ώστε να κατανοήσουν τα περιβαλλοντικά προβλήματα και να δράσουν αποτελεσματικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι αναγκαίο να δρομολογηθούν αλλαγές, για τη δημιουργία συνθηκών ενός γόνιμου διαλόγου και ενδυνάμωσης της συμμετοχής του πολίτη ώστε να επιτευχθεί μια συστηματική συνεργασία μεταξύ διαφόρων «μερών» δηλαδή των κυβερνήσεων, των κοινωνικών και περιβαλλοντικών κινημάτων κ.λ.π. ώστε να αναζητηθούν τρόποι συνδυασμού των περιβαλλοντικών και αναπτυξιακών πολιτικών με στόχο την έγκαιρη και ουσιαστική επίλυση των αντίστοιχων θεμάτων.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Ευρωπαϊκή Ένωση, την τελευταία δεκαπενταετία, προσπάθησε να ενδυναμώσει ενδυνάμωσε την περιβαλλοντική πολιτική αφενός με την προώθησή της ως ανεξάρτητη και αυτόνομη πολιτική, και αφετέρου με την ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης στις τομεακές ευρωπαϊκές πολιτικές, υπογραμμίζοντας με αυτό τον τρόπο την αναγκαιότητα προάσπισης του περιβάλλοντος με πολλαπλούς τρόπους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα από την κανονιστική πολιτική, τα προγράμματα και τις δράσεις που υλοποίησε (5ο Πρόγραμμα Δράσης κ.α.) εισηγήθηκε την ανάγκη ανάπτυξης νέων ευέλικτων εργαλείων για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης (οριζόντια βοηθητικά μέσα, μέσα βασιζόμενα στους μηχανισμούς αγοράς κ.α.). Τα νέα εργαλεία δεν αναιρούν αλλά συμπληρώνουν την παραδοσιακή κανονιστική πολιτική («command and control») καθώς ενισχύουν ουσιαστικά το ρόλο των «ενδιαφερόμενων ομάδων» για την προστασία του περιβάλλοντος.