Ὅταν ὁ ἄνθρωπος λαμβάνη μεγάλη Χάρη ἀπό τόν Θεό, μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα, μέ τήν νοερά προσευχή καί τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, τότε λόγῳ ἀδυναμίας τοῦ νά βρίσκεται πάντοτε σέ αὐτήν τήν κατάσταση, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὑποστέλλεται γιά νά τόν δοκιμάση. Δέν πρόκειται γιά πλήρη ἐγκατάλειψη, ἀλλά γιά ὑποστολή, γιά ἄρση τῆς θείας Χάριτος, ὅπως ἔγινε στόν ἅγιο Σιουλανό καί ὁ Θεός τοῦ ἀπεκάλυψε: «Κράτει τόν νοῦ σου στόν ἅδη καί μήν ἀπελπίζου». Χρειάζεται τότε ὁ ἄνθρωπος νά ὑπομένη, γιατί προετοιμάζεται γιά νά λάβη ὡς δῶρο μεγαλύτερη Χάρη.
Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρεται ἀπρεπῶς στά δῶρα τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ Θεός τόν ἀποστρέφεται γιά νά τόν κάνη νά αἰσθανθῆ τήν ἁμαρτία του καί νά μετανοήση. Ὁ ἅγιος Διάδοχος ὁ Φωτικῆς γράφει ὅτι αὐτή ἡ κατά ἀποστροφή παραχώρηση τοῦ Θεοῦ παραδίδει «τήν μή θέλουσαν ἔχειν ψυχήν τόν Θεόν» ὡς δέσμια στούς δαίμονες. Καί αὐτό εἶναι φοβερός πειρασμός.
3. Ἡ δική μας ἐγκατάλειψη
Ὑπάρχει καί μιά ἰδιαίτερη ἐγκατάλειψη, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπη τόν Θεό, ὅταν ἐγκαταλείπη τόν Θεό τῶν Πατέρων Του. Στήν περίπτωση αὐτή κράζει συνεχῶς στήν ζωή του: «Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί σέ ἐγκατέλειψα;». Γιατί, Θεέ μου, σέ ἐγκατάλειψα, Ἐσένα πού εἶσαι ἡ πηγή τῆς ἀγάπης, πού τόσο μέ εὐεργέτησες!
Μιά τέτοια κραυγή εἶναι κραυγή μετανοίας καί εἶναι εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό. Καθημερινά τόν ἐγκαταλείπουμε καί καθημερινά πρέπει νά μετανοοῦμε. Συνεχῶς πρέπει νά προσευχόμαστε: «Σοί μόνῳ ἁμαρτάνομεν, ἀλλά καί Σοί μόνῳ λατρεύομεν». Ἁμαρτάνουμε, ἀλλά μόνον ἐσένα ἀναγνωρίζουμε ὡς Θεό μας.
Ὁ λόγος «Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί σέ ἐγκατέλειψα», αἰσθανόμαστε ὅτι περισσότερο ἁρμόζει σέ μᾶς. Ὅταν ἐμεῖς ἐγκαταλείπουμε τόν Θεό καί προσπαθοῦμε νά ζοῦμε μέ τήν λογικοκρατία, τήν αἰσθησιοκρατία καί τήν φαντασιοπληξία, τότε ὑποφέρουμε, δηλητηριαζόμαστε. Δέν ἀναπαύει τόν ἄνθρωπο ἡ ζωή τῆς ἀποστασίας, γιατί δημιουργήθηκε γιά νά ζῆ μέ τόν δημιουργό Του. Ἡ ζωή χωρίς τόν Χριστό εἶναι ἀπελπισία. Ὅμως ἡ μετάνοια δημιουργεῖ ἰδιαίτερη ἔμπνευση.
Βλέποντας τόν Χριστό τῆς δόξης ἐπάνω στόν Σταυρό, πρέπει νά Τόν ἔχουμε ὑπόδειγμα, ὥστε παραμένοντας καί ἐμεῖς πάνω στόν δικό μας ἄϋλο σταυρό, τόν σταυρό τῶν θλίψεων καί τῶν πειρασμῶν, τῆς ἀδυναμίας τοῦ νοῦ μας νά παραμένη πάντοτε στό γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά θεωροῦμε ὅτι αὐτή ἡ παραμονή μας εἶναι χῶρος δόξης, ἀφοῦ διά τοῦ Σταυροῦ καί τῆς ὑπομονῆς θά ἀποκτήσουμε τήν ἀνάσταση τοῦ πνευματός μας.