Κατά συνέπεια, ο διάλογος της Εκκλησίας με την αριστερά στην Ελλάδα είναι εισαγόμενος, αφού στην Χώρα μας δεν παρατηρήθηκε σε μεγάλη έκταση η ταύτιση μεταξύ Εκκλησίας και δεξιών σχημάτων. Άν αυτό έγινε με μερικούς Χριστιανούς και Κληρικούς δεν έγινε αποδεκτό από την Εκκλησία, η οποία έλαβε αποστάσεις από όλα αυτά τα σχήματα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ταυτίσθηκε με φασισμούς και ναζισμούς, με εθνοφυλετισμούς και τυραννικά καθεστώτα. Μπορεί να τα ανέχθηκε, γιατί δεν μπορούσε να κάνη διαφορετικά, αλλά δεν ταυτίσθηκε απόλυτα μαζί τους.
5. Δεν αρνείται κανείς το να γίνεται ένας διάλογος των θεολόγων και κληρικών με την Αριστερά, γιατί στο παρελθόν παρατηρήθηκαν μερικές υπερβολές. Άλλοτε η δεξιά ιδιοποιήθηκε τον εκκλησιαστικό χώρο, άλλοτε μερικοί Χριστιανοί εναντιώθηκαν στην αριστερά ή μερικοί αριστεροί αμφισβήτησαν άκριτα την Εκκλησία, χωρίς να αντιλαμβάνωνται ότι άλλο είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως εκφράσθηκε από τους Πατέρας της Εκκλησίας, και άλλο ο δυτικός Χριστιανισμός με τις ποικίλες εκφράσεις του. Επίσης, μπορεί να γίνη διάλογος μεταξύ θεολόγων και αριστερών για να διερευνηθούν διάφορα ζητήματα πρακτικής κυρίως φύσεως. Όμως, ο διάλογος αυτός για να γίνη αιτία καλύτερης γνωριμίας πρέπει να εντοπισθή στην ουσία του θέματος και όχι σε μερικές εξωτερικές, κοινωνικές συνέπειες. Νομίζω, ένας τέτοιος διάλογος πρέπει να γίνη σε τέσσερεις βάσεις.
Η πρώτη είναι η μεταφυσική. Πρέπει να ερευνηθή τί είναι η μεταφυσική, ποιά είναι τα γνωρίσματά της και ποιά είναι η στάση των αριστερών και των ορθοδόξων πάνω στο θέμα της μεταφυσικής. Είναι δε γνωστόν ότι την μεταφυσική αρνούνται και οι μαρξιστές και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Επίσης, η μεταφυσική συνδέθηκε με τον Χριστιανισμό της Δύσεως, ο οποίος σχετίζεται με τον γερμανικό ιδεαλισμό.
Η δεύτερη βάση είναι ο διαφωτισμός. Πρέπει να διευκρινισθή γιατί η αριστερά μετέφερε στην Ελλάδα διαφωτιστικές αρχές, και εκφράζει τον διαφωτισμό, αφού ο δυτικός διαφωτισμός γέννησε τον φιλελευθερισμό ή γεννήθηκε από αυτόν, και τροφοδότησε τον καπιταλισμό. Δεν είναι αρκετό να δέχωνται οι αριστεροί τον διαφωτισμό, επειδή μερικοί διαφωτιστές ήταν αγνωστικιστές ή δεϊστές ή αθεϊστές και να αμνηστεύουν τις νεοφιλελεύθερες απόψεις του.
Η τρίτη βάση είναι η διαφορά μεταξύ θρησκείας και Εκκλησίας. Ο Μάρξ αντιτάχθηκε στην θρησκεία, η οποία εξέφραζε την μεταφυσική, την μαγεία και την αποχαύνωση των λαών. Η Εκκλησία, όμως, διαφέρει σαφώς από την θρησκεία και τις επιδιώξεις της, και είναι απηλλαγμένη από θρησκευτικές ιδεολογίες, τις οποίες εκμεταλλεύονται τα τυραννικά καθεστώτα.
Η τέταρτη βάση είναι η διδασκαλία -θεωρητική και πρακτική- τόσο της αριστεράς όσο και της Εκκλησίας πάνω στην περιουσία, τον πλούτο και τα οικονομικά αγαθά. Τότε θα δοθή η ευκαιρία να εντοπισθή η κοινωνική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, που προέρχεται από την θεολογία της Εκκλησίας και αποδεικνύει ότι η θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας για τα υλικά αγαθά είναι ριζοπαστική και υπερβαίνει όλες τις σύγχρονες κοινωνιολογικές θεωρίες.
Συμπερασματικά, η Εκκλησία είναι ανοικτή σε κάθε διάλογο, αρκεί να γίνεται χωρίς σκοπιμότητες, αλλά με ειλικρίνεια και προσοχή. Μέ τον διάλογο θα ξεκαθαρίσουν μερικά επιπρόσθετα εξωτερικά στοιχεία, θα γίνη αλληλογνωριμία, γνώση της άλλης πλευράς. Τουλάχιστον από πλευράς Εκκλησίας πρέπει οι διαλεγόμενοι να έχουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Πατέρων του 4ου αιώνος, ήτοι του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης κ.ά., οι οποίοι διέθεταν εμπειρική θεολογία, χωρητικότητα διανοίας, χαρίσματα υψηλά, και αρίστη γνώση της σύγχρονης πραγματικότητας. Μόνον τότε ο διάλογος μπορεί να παράγη αποτελέσματα, διαφορετικά θα παραμείνη στο περιθώριο της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής, θα γίνεται αντικείμενο εκμεταλλεύσεως και τελικά θα υποβαθμισθή.