Περιβαλλοντική διαχείριση και Πράσινη ανάπτυξη.

Το παράδειγμα των συστημάτων διαχείρισης περιβάλλοντος στην ελληνική επιχείρηση. Προοπτικές και Διλήμματα.

*Η Δρ. Ζέφη Δημαδάμα είναι Περιβαλλοντολόγος-Περιφερειολόγος
Οι σύγχρονες πολιτικές για το περιβάλλον προέκυψαν κυρίως από την όξυνση των προβλημάτων που σχετίζονται με τη εντατικοποίηση της υπερεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και των προβλημάτων της ρύπανσης. Μια από τις βασικότερες παραμέτρους όμως, η οποία οδήγησε στην υιοθέτηση πολιτικών για το περιβάλλον, ήταν η διαπίστωση ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα είναι άμεσα συνυφασμένα με την οικονομική ανάπτυξη και με φαινόμενα τα οποία συνδέονται με αυτήν, όπως η εκβιομηχάνιση, η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού, η εντατική καλλιέργεια της γης, η αστικοποίηση κ.α.
Με την κρίση του κυρίαρχου μοντέλου οικονομικής μεγέθυνσης (δεκαετία του 70) αμφισβητήθηκε κατά πόσο οι κανονιστικές (υποχρεωτικές) πολιτικές για το περιβάλλον μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα νέα προβλήματα του περιβάλλοντος και ταυτόχρονα της οικονομικής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώνεται για πρώτη φορά, ο στόχος της «αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης» που υποδηλώνει την ανάγκη διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος αλλά ταυτόχρονα και τη διασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης.
Η νέα περιβαλλοντική πολιτική προσπάθησε να ενσωματώσει πολλές παραμέτρους τόσο σε μάκρο όσο και σε μίκρο επίπεδο προωθώντας κίνητρα για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά ταυτόχρονα και για την οικονομική αποδοτικότητα των επιχειρήσεων[1]. Έτσι οι ευρωπαϊκές πολιτικές φιλοδοξούν ως επί τω πλείστων να προασπίζουν την ισορροπία (όσο αυτό είναι εφικτό) μεταξύ των δυο παραπάνω σκοπών με διττό και συγκεκριμένο στόχο όπως για παράδειγμα τη μείωση των παραγόμενων ρύπων με την ενίσχυση των τεχνολογικών βελτιώσεων οι οποίες θα συνδράμουν προς τη βελτίωση του παραγόμενου προϊόντος (ποιοτικά ή και ποσοτικά) αλλά και οι οποίες θα βελτιώνουν τις εκροές της βιομηχανίας στο περιβάλλον.


Ο συνδυασμός δύο μάλλον αντικρουόμενων σε πρώτο επίπεδο επιλογών για την οικονομική ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος, που εμπεριέχονται στη στρατηγική της αειφόρου ανάπτυξης, προκάλεσε και προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις οδηγώντας σε σημαντικές αντιπαραθέσεις και αντεγκλήσεις. Αν και μεταξύ των άλλων το βασικό ερώτημα είναι αν μπορούν πράγματι να συνυπάρξουν και να διασφαλιστούν οι όροι αύξησης των ρυθμών ανάπτυξης και η προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος.
Με τον όρο «αειφόρο ανάπτυξη» προσδιορίζουμε την οικονομική ανάπτυξη με συγκεκριμένους όρους οι οποίοι διασφαλίζουν τις ανάγκες των σημερινών γενεών χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τις ανάγκες των μελλοντικών. Η αειφόρος ανάπτυξη[2] όμως δεν αποκλείει την οικονομική αποδοτικότητα της επιχείρησης σε μια μακροπρόθεσμη κυρίως προσέγγιση. Αντίθετα ενδιαφέρεται για την περιβαλλοντικά αειφόρο οικονομική ανάπτυξη η οποία ταυτόχρονα διασφαλίζει τους περιβαλλοντικούς και τους οικονομικούς στόχους. Iδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας όπου κυριαρχούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές οι οποίες βασίζονται στην κερδοφορία με όρους περιβαλλοντικής υποβάθμισης το θέμα της αειφορίας παραμένει σημαντικό προκαλώντας συζητήσεις και διενέξεις (κρατών, κυβερνήσεων, κομμάτων, κοινωνικών οργανώσεων, επιχειρήσεων, πολιτών, μη κυβερνητικών οργανώσεων κ.λ.π.) ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη συνεδρίαση της 23ης Μαρτίου 2005 επανέφερε στα συμπεράσματα της προεδρίας τη στρατηγική της αειφόρου ανάπτυξης υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα ανανέωσης και επικαιροποίησης των κατευθυντηρίων αρχών της. Ένα από τα βασικότερα ζητήματα που τίθενται είναι η επεξεργασία των αρχών της αειφόρου ανάπτυξης, ο προσδιορισμός των περιβαλλοντικών δεικτών, των μεθόδων παρακολούθησης και ελέγχου, ο μακροχρόνιος σχεδιασμός και τα οποία πρόκειται κατά τη δήλωση του Συμβουλίου να εγκριθούν πριν το τέλος του 2005.
Μεταξύ των άλλων έχουν προαναγγελθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση η επανεργοποίηση και η συμπλήρωση των πολιτικών που σχετίζονται με την αειφόρο ανάπτυξη στη στρατηγική της Λισσαβόνας (2000), στην οποία είχε τεθεί ως πρωταρχικός στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οικονομική ισχυροποίησή της ώστε να γίνει «η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία ανά την υφήλιο μέχρι το 2010». Ωστόσο, οι περιβαλλοντικές πολιτικές συμπεριελήφθησαν ένα χρόνο αργότερα στο Γκέτεμποργκ (2001), όπου τέθηκαν οι προϋποθέσεις καταπολέμησης των κλιματικών αλλαγών, της διασφάλισης αειφόρων συστημάτων μεταφορών, της προάσπισης της δημόσιας υγείας, της ορθολογικότερης διαχείρισης των φυσικών πόρων και της ενσωμάτωσης της περιβαλλοντικής πολιτικής στους υπόλοιπους τομείς.

Αξίζει να σημειωθεί επομένως ότι, οι καθυστερήσεις και οι αναβολές σε επίπεδο κορυφής στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την αειφόρο ανάπτυξη, είναι προφανές ότι προσκρούουν σε αντίθετες επιλογές κρατών, κυβερνήσεων και επιχειρηματικών συμφερόντων που επιδιώκουν ενός άλλου τύπου μοντέλου ανάπτυξης στο οποίο δεν συνυπολογίζονται οι καταστροφικές συνέπειες της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης. Οι αναπτυγμένες και οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν προτάσσουν παρόμοιες αντιλήψεις για την περιβαλλοντική προστασία ως εξίσου σημαντική με την επιδιωκόμενη οικονομική ανάπτυξη η οποία προωθείται με το όποιο τίμημα στο περιβάλλον και δεν υπόκεινται σε σαφείς περιβαλλοντικούς προσδιορισμούς και περιορισμούς. Οι δυνάμεις που προωθούν τις νεοφιλελεύθερες στρατηγικές όπως την απελευθέρωση των αγορών και επιδιώκουν να εντάξουν ως αγοραία αγαθά, μεταξύ των άλλων, την ποιότητα ζωής, την απορύθμιση του θεσμικού πλαισίου και να προωθήσουν μονομερώς ενισχύσεις προς τους εργοδότες, χωρίς περιβαλλοντικούς προσδιορισμούς και δεσμεύσεις, ενώ ταυτόχρονα θέτουν σε υποδιέστερη θέση την περιβαλλοντική προστασία στο βωμό της κερδοφορίας και των δεικτών της οικονομικής ανάπτυξης. Συγχρόνως, άτομα με χαμηλά εισοδήματα αναζητούν νέες θέσεις εργασίας, κοινωνικά δικαιώματα και την αντιμετώπιση της φτώχειας και του αποκλεισμού, χωρίς να προτάσσουν τα προβλήματα του περιβάλλοντος (με ορισμένες εξαιρέσεις όπως π.χ. τα περιβαλλοντικά κινήματα).
Η διαπίστωση είναι ότι η αποσπασματικότητα των περιβαλλοντικών δράσεων / προγραμμάτων και η επιβολή κανονιστικών ρυθμίσεων δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε ένα ανταγωνιστικό επιχειρηματικό περιβάλλον χωρίς προσδιορισμούς, αλλά ούτε σε μια κοινωνία με προβλήματα διαβίωσης και με χαμηλό βαθμό περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης[3]. Ο σεβασμός στη φύση και στο περιβάλλον απαιτεί βαθιά περιβαλλοντική παιδεία και ηθική με ενεργοποίηση της συμμετοχής του πολίτη, με ουσιαστική εκπαίδευση και όχι μόνο με κεντρικές επιλογές.
Η ενημέρωση των καταναλωτών, των παραγωγών, των πολιτών απαιτεί από την παγκόσμια κοινότητα, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη μέλη, τις κυβερνήσεις και τις πολιτικές δυνάμεις να δράσουν και να επιλέξουν πολιτικές σε έναν κοινό άξονα , προωθώντας παράλληλα ζητήματα περιβαλλοντικής προστασίας, δημόσιας υγείας, ποιότητας ζωής αλλά και οικονομικής ανάπτυξης. Ως εκ τούτου τίθεται θέμα συνολικού επαναπροσδιορισμού όλων όσων αντιμετωπίζουν με ευθύνη την αειφόρο ανάπτυξη και ιδιαίτερα των πολιτών οι οποίοι απαιτείται να έχουν όχι μόνο λόγο και ευαισθησία αλλά γνώση και δύναμη ώστε να κατανοήσουν τα περιβαλλοντικά προβλήματα και να δράσουν αποτελεσματικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι αναγκαίο να δρομολογηθούν αλλαγές, για τη δημιουργία συνθηκών ενός γόνιμου διαλόγου και ενδυνάμωσης της συμμετοχής του πολίτη ώστε να επιτευχθεί μια συστηματική συνεργασία μεταξύ διαφόρων «μερών» δηλαδή των κυβερνήσεων, των κοινωνικών και περιβαλλοντικών κινημάτων κ.λ.π. ώστε να αναζητηθούν τρόποι συνδυασμού των περιβαλλοντικών και αναπτυξιακών πολιτικών με στόχο την έγκαιρη και ουσιαστική επίλυση των αντίστοιχων θεμάτων.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Ευρωπαϊκή Ένωση, την τελευταία δεκαπενταετία, προσπάθησε να ενδυναμώσει ενδυνάμωσε την περιβαλλοντική πολιτική αφενός με την προώθησή της ως ανεξάρτητη και αυτόνομη πολιτική, και αφετέρου με την ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης στις τομεακές ευρωπαϊκές πολιτικές, υπογραμμίζοντας με αυτό τον τρόπο την αναγκαιότητα προάσπισης του περιβάλλοντος με πολλαπλούς τρόπους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα από την κανονιστική πολιτική, τα προγράμματα και τις δράσεις που υλοποίησε (5ο Πρόγραμμα Δράσης κ.α.) εισηγήθηκε την ανάγκη ανάπτυξης νέων ευέλικτων εργαλείων για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης (οριζόντια βοηθητικά μέσα, μέσα βασιζόμενα στους μηχανισμούς αγοράς κ.α.). Τα νέα εργαλεία δεν αναιρούν αλλά συμπληρώνουν την παραδοσιακή κανονιστική πολιτική («command and control») καθώς ενισχύουν ουσιαστικά το ρόλο των «ενδιαφερόμενων ομάδων» για την προστασία του περιβάλλοντος.

Ο μη υποχρεωτικός Ευρωπαϊκός Κανονισμός EMAS για την περιβαλλοντική διαχείριση και έλεγχο αποτελεί ένα ευέλικτο εργαλείο το οποίο επιχειρεί να συνδέσει τις δράσεις που σχετίζονται με τις νέες ανάγκες για την πρόληψη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με την παρέμβαση στην παραγωγική διαδικασία, την καινοτομία και την τεχνολογική βελτίωση, την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και συμμετοχή των πολιτών (ομάδων ενδιαφέροντος: επιχειρήσεις, τοπική κοινωνία, NGO's), τη διάδοση και διάχυση της περιβαλλοντικής πληροφορίας. Παρά την ανάγκη προώθησης των νέων αυτών εργαλείων η κανονιστική πολιτική εξακολουθεί να ισχύει και να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια μείωσης των αρνητικών επιβαρύνσεων στο περιβάλλον, την ορθολογικότερη διαχείριση αλλά και την διασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης. Σε αυτό το πλαίσιο συνθηκών και αναγκών αναπτύχθηκαν τα εθελοντικά συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης EMAS και ISO14001. Τα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης είναι απόρροια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κανονισμός EMAS) και του διεθνή οργανισμού ISO (ISO14001).
Η θεμελιώδης φιλοσοφία των συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης στηρίζεται σε δυο βασικούς άξονες α) στην «λιγότερη δυνατή παραγωγή ρύπων» με παρεμβάσεις στην παραγωγική διαδικασία και β) στην ενεργοποίηση (όχι υποχρεωτικά αλλά εθελοντικά) των επιχειρήσεων (αυτό-ρύθμιση) και των ενδιαφερόμενων ομάδων στόχων (target group) για την προώθηση της περιβαλλοντικής προστασίας χωρίς την άμεση παρέμβαση του κράτους (π.χ. της βιομηχανίας, του καταναλωτικού κοινού κ.α.). Τα νέα αυτά αυτορυθμιζόμενα συστήματα (self regulation) στοχεύουν επίσης στην ενεργοποίηση της ίδιας της αγοράς (βιομηχανίας) για τη διάδοση των συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης από τον ένα ενδιαφερόμενο στον άλλο (ειδικά για τις επιχειρήσεις) -φαινόμενο domino- προκειμένου να βελτιωθεί ο ανταγωνισμός. Ενδιαφέρον, παρουσιάζει ο εννοιολογικός προσδιορισμός και η πορεία προς την υιοθέτηση των νέων συστημάτων τα οποία αποτελούν απόρροια συγκεκριμένων προβλημάτων και δυσλειτουργιών της «παραδοσιακής» νομοθεσίας αλλά και των νέων κοινωνικοπολιτικών διαρθρωτικών δομών. Η κανονιστική περιβαλλοντική νομοθεσία παρενέβαινε κυρίως σε διαφορετικούς τομείς (τομεακές δράσεις) όπως νομοθεσία για το νερό, τον αέρα, τα στερεά απόβλητα, ενώ υπήρχε έλλειμμα ολοκλήρωσης (integration) των αποσπασματικών πολιτικών.
Συγχρόνως η παραδοσιακή κανονιστική νομοθεσία -από την ίδια της τη φύση- δεν κατάφερε να ενθαρρύνει μια καινοτομική και «ενεργητική» συμπεριφορά των ενδιαφερομένων, αλλά αντίθετα είχε μια «αμυντική» συμπεριφορά προς αυτούς που απευθυνόταν (επιχειρήσεις, τοπική κοινωνία κ.α.). Στο ίδιο πλαίσιο, δεν παρείχε και τη δυνατότητα προληπτικής δράσης αλλά κυρίως κατασταλτικής. Οι πολιτικές ρυθμίσεις παρενέβαιναν μετά τη «πρόκληση των ρύπων στο περιβάλλον» και όχι «πριν τη δημιουργία των ρύπων». Ταυτόχρονα, η παραδοσιακή κανονιστική νομοθεσία αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα εφαρμογής σε συνδυασμό με την αδυναμία της να ενεργοποιήσει διαφορετικές κοινωνικές ομάδες (συμμετοχή NGO's, τοπικής κοινωνίας κ.α.) οι οποίες δύναται να πιέσουν προς την κατεύθυνση της εφαρμογής του νόμου. Αυτού του τύπου η νομοθεσία έχει ως άμεσο αποδέκτη την επιχείρηση και δεν εμπλέκει άλλες ενδιαφερόμενες και επιβαρυνόμενες ομάδες πληθυσμού («Target group-holders» : Majone /Wildavsky, 1979; Mayntz, 1980). Αυτό υπογραμμίζεται με σαφήνεια και στο 5ο Πρόγραμμα Δράσης της Κοινότητας (1987) το οποίο εισηγήθηκε την αναγκαιότητα ολοκλήρωσης των πολιτικών ενώ σημείωσε την ιδέα της «συνυπευθυνότητας» για την προστασία του περιβάλλοντος μεταξύ του κράτους και των «τarget group» σε αντίθεση με την μονομερή κρατική παρέμβαση (ενεργοποίηση και από «τα κάτω»).
Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι η παραδοσιακή κανονιστική νομοθεσία κρίθηκε σε αρκετές περιπτώσεις αναποτελεσματική. Η κανονιστική παραδοσιακή πολιτική δεν κατάφερε να ενεργοποιήσει σε ικανοποιητικό βαθμό την παράμετρο της πρόληψης. Οι σύγχρονες ανάγκες όμως προσανατολίζονται σε πιο δραστικά μέτρα τα οποία στοχεύουν στην πρόληψη και όχι στη δράση μετά την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Παρόλα αυτά, υπενθυμίζεται ότι οι κανονιστικές πολιτικές έχουν προσφέρει πολλά και συνεχίζουν να προσφέρουν ακόμη, συνδυαζόμενες όμως με νέα εργαλεία περιβαλλοντικής πολιτικής.
Εκτός από την κανονιστική πολιτική και τα προβλήματα που σχετίζονται με την αδυναμία της να αντιμετωπίσει τις νέες συνθήκες, η μετάβαση σε νέου τύπου εργαλεία είναι αποτέλεσμα και της νέας πραγματικότητας η οποία διαμορφωνόταν τη δεκαετία του 1980 στην Ευρώπη. Τα σοβαρά ατυχήματα τα οποία συνέβησαν με τρομακτικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις (Seveso, Flixborough, Basel) προκάλεσαν την κοινή γνώμη, κυρίως στο τέλος της δεκαετίας του '80, προς μια αυστηρότερη και συστηματικότερη νομοθεσία για τη βιομηχανία (industrial hazards) με αιχμή τη χημική βιομηχανία. Οι επιχειρήσεις προσπάθησαν να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες -από τη δεκαετία του 1970 στην Αμερική και στο Καναδά και από τη δεκαετία του 1980 στην Ευρώπη-, με την ανάπτυξη εθελοντικών πρωτοβουλιών αυτοελέγχου. Οι πρωτοβουλίες αυτές προσανατολίστηκαν κυρίως στην ανάγκη προώθησης περιο¬δικών περιβαλλοντικών εκθέσεων και συστηματικών εσωτερικών περιβαλλοντικών ελέγχων.
Η κανονιστική νομοθεσία θέτει τα ανώτατα όρια για τους ‘παραγόμενους ρύπους', έχοντας υπόψη ένα άριστο επίπεδο ρύπανσης σε μια κοινωνία. Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται αντιληπτό ότι τα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης λειτουργούν συμπληρωματικά με την κανονιστική νομοθεσία, αφού όχι μόνο προάγουν την μείωση της ποσότητας των παραγόμενων ρύπων κάτω από τα ανώτατα όρια τιμών (κανονιστικό πλαίσιο) αλλά συγχρόνως απαιτούν τη συνεχή περιβαλλοντική βελτίωση της επιχείρησης μέσα από άλλες πρακτικές (π.χ. της συνεχούς τεχνολογικής προόδου).


Διαπιστώνεται επομένως ότι τα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης διαδραματίζουν ένα διττό ρόλο αφενός αναπαράγοντας και επιβάλλοντας την παραδοσιακή κανονιστική νομοθεσία και αφετέρου εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα συνεχούς προσαρμογής και αναπροσαρμογής της κοινωνίας και της επιχείρησης σε νέες πολιτικό-οικονομικές και επιχειρησιακές συνθήκες (εθνικές και διεθνείς).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Barrow, C.J., (2000), "Environmental Management. Principles and Practice", Routlrdge, London;
2. Blowers A. and Glasbergen P., (1996), «Environmental Policy in an International context", Arnold, London, pp. 66-72
3. Franke J., (1995), "Political evolution of EMAS: perpspectives from the EU, national governments and industrial groups" in European Environment, Vol. 5, John Wiley & Sons, pp. 155-159
4. Getimis, P. Gianakourou G., Dimadama Z., «The EMAS (and ISO14001) Case Studies in Greece», in Heinelt Hub. etc (2001), «European Union Environment Policy and New Forms of Governance», Ashagate Publishing Limited, Aldershot, UK, pp. 341-351
5. Hillary R., (1997), "European Union, environmental policy, voluntary mechanisms and the Eco-management and Audit Scheme", in Hillary R. (ed.) Environmental Management Systems and the Cleaner Production, Chichester, John Wiley & Sons, pp.129-142
Scott J., (1998), «EC Environmental Law», Longman, London, pp. 24-41
________________________________________
[1] Pearce D., (1998), "Economics and Environment. Essays on ecological economics and sustainable development", Edward Elgar, Cheltenham, UK, pp. 69-75
[2] O' Riordan, Τ. and Viosey, Η. (1998), "The political economy of the sustainability transition" in O' Riordan, Τ. and Viosey, Η. (eds.): "Agenda 21. The transition to sustainability. The politics of the Agenda 21 in Europe". Earthscan, London, pp. 3-30
[3] Δημαδάμα Ζ, (2004), στο ΤΟΠΟΣ, 22-23/2004, "Αειφορία, Καινοτομία, Συμμετοχή και Οικονομική αποδοτικότητα: Η εφαρμογή των Συστημάτων Περιβαλλοντικής Διαχείρισης», σελ. 179-197
Την Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου στις 18:30 η Ζέφη Δημαδάμα ήταν ομιλήτρια σε εκδήλωση της ΠΑΣΠ Αγρινίου με θέμα «Περιβάλλον-Πράσινη Ανάπτυξη και Επιχειρηματικότητα» στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου στο Αγρίνιο.

ΟΜΙΛΙΑ ZΕΦΗΣ ΔΗΜΑΔΑΜΑ ΣΕ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΣΠ ΑΓΡΙΝΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ